ὀστρακίτης

ὀστρακίτης
ὀστρακίτης
ostracitis
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οστρακίτης — ο (Α ὀστρακίτης) νεοελλ. απολίθωμα οστράκου που αποτελείται από ανθρακικό ασβέστιο αρχ. 1. ως επίθ. οστράκινος («ὀστρακίτης λίθος», Διοσκ.) 2. ο λίθος οστρακίας* 3. είδος πίτας 4. είδος φιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + επίθημα ίτης (πρβλ. ξυλ… …   Dictionary of Greek

  • ὀστρακίτην — ὀστρακίτης ostracitis masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀστρακίτου — ὀστρακίτης ostracitis masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… …   Dictionary of Greek

  • όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”